«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», ημέρα Τετάρτη 11η Ιουλίου του 1951 και στο νεόκτιστο από τον πατέρα της νυφικό σπίτι της στη Μέσα Γωνιά Σαντορίνης η Ευγενία Φύτρου, κόρη του Γρηγόρη του Φύτρου του Λίλικα και της Μαργαρίτης και σύζυγος του Παντελή Αργυρού, γιου του δασκάλου του χωριού Γιάννη Αργυρού του Σερκάκη, άρχισε μετά το μεσημέρι να αισθάνεται τους πόνους της γέννας του τρίτου παιδιού της.
Ήταν κάτι που η Ευγενία περίμενε, αφού βρισκόταν πλέον στις μέρες της. Είχαν προηγηθεί τα άλλα δύο παιδιά της, ο Αρτέμης και η Νικολίνα. Ο Αρτέμης, το πρώτο αγόρι της οικογένειας, θα έπρεπε να ονομάζεται Γιάννης, όπως το όνομα του παππού Γιάννη Σερκάκη, όμως τον έβγαλαν Αρτέμη, γιατί τον είχαν τάξει στον Άγιο Αρτέμιο του Βουρβούλου της Σαντορίνης, ο οποίος ακόμη και σήμερα θεωρείται προστάτης των παιδιών από τις παιδικές ασθένειες.
Η οικογένεια είχε χάσει το πρώτο της παιδί, Γιάννη σε πολύ μικρή ηλικία από ανίατη παιδική αρρώστια, από εκείνες που μάστιζαν τότε τη Σαντορίνη. Με τις πρώτες ωδίνες του τοκετού στο σπίτι κατέφθασε η Μαργαρίτη, μητέρα της εγκυμονούσας, η μεγάλη αδελφή Βαγγελική και το «απολειφάδι» η Ελευθερία, που ήταν το μικρότερο μέλος της οικογένειας Λίλικα και θα έκανε όλα τα θελήματα, καθώς και μερικοί ακόμα άλλοι φίλοι και συγγενείς. Κάποιος έτρεξε κι έφερε το «Σουάκι», την πρακτική μαμή του χωριού.
Ο μεγάλος απών ήταν δυστυχώς ο σύζυγος της Ευγενίας, ο Παντελής, που βρισκόταν στην Πάτμο, σπουδαστής του Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου της Πατμιάδος Εκκλησιαστικής Σχολής, προκειμένου να πραγματοποιήσει το όνειρό του και να γίνει Ιερέας. Φαίνεται πως το καινούριο μέλος της οικογένειας δεν ήθελε να ταλαιπωρήσει πολύ τη μητέρα του.
Με το σκοτείνιασμα, αν και στρουμπουλούλης -ζύγιζε 3.500 γραμμάρια-, έκανε την εμφάνισή του και οι τσιρίδες του ακούστηκαν σε όλο το χωριό, διαμαρτυρόμενος γιατί του χάλασαν την εννεάμηνη ενδομήτρια ραστώνη. Το Σουάκι τον αφαλόκοψε επιδέξια, τον έπλυνε με βρασμένο στερνίσιο νερό -μήπως υπήρχε κι άλλο;
Τον τύλιξε με λεπτές φρεσκοπλυμένες φασκιές που είχαν απομείνει από τη Νικολίνα και στράφηκε να περιποιηθεί την ταλαιπωρημένη αλλά ευτυχισμένη λεχώνα. «Και τώρα, Ευγενού μου, πως θα τον ονομάσουμε αυτόν τον ομορφονιό που μας ήρθε;», ρώτησε η πρακτική αλλά πολύ έμπειρη μαμή. «Ο Γιάννης ο Σερκάκης», συνέχισε το Σουάκι, «έχει βγει, άλλο αν στον πήρε πριν την ώρα του ο Αη Γιώργης» -η εκκλησία στο νεκροταφείο του χωριού είναι ο Άγιος Γεώργιος. «Τον έχει αναστήσει και ο Μακάριος και η Ζαμπιώ του Βαγγέλη του Κατράκη. Μήπως ήρθε η ώρα του πατέρα σου, του Γρηγόρη του Λίλικα, να ακούσει το όνομά του;» Η Ευγενού δεν άφησε περιθώρια. «Το παιδί θα το βγάλουμε Γιάννη για τον παππού του. Κι ο δικός μου ο πατέρας έχει ακούσει το όνομά του κι από τη Βαγγελική κι από τον Τζώρτζη. Ο Γρηγόρης μπορεί να περιμένει στο επόμενο. Αυτό το αγόρι θα είναι ο δικός μου Γιάννης, ο Γιαννίκος μου.» Πήρε και έσφιξε το νεογέννητο μωρό στην αγκαλιά της.
Το μωρό, νιώθοντας το γνώριμο, φιλικό περιβάλλον, σταμάτησε αμέσως το κλάμα κι εκείνη ταλαιπωρημένη, κουρασμένη αλλά συνάμα ευτυχισμένη έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε μαζί του. Στο Δημοτολόγιο της Κοινότητας Επισκοπής Γωνιάς και σήμερα του Δήμου Θήρας η γέννησή μου αναγράφεται στις 27 Ιουλίου 1951, γιατί ο τότε Γραμματέας της Κοινότητας, ο Μανώλης Αργυρός ο Ζερβός, εργαζόταν εκείνη την περίοδο στο ΑΒΙΣ, το εργοστάσιο ντοματοπολτού του χωριού, και τότε μόνο βρήκε χρόνο να ανεβεί στο χωριό, να ανοίξει το γραφείο του και να περάσει στους καταλόγους όσα παιδιά είχαν γεννηθεί έως εκείνη την ημερομηνία. Όταν αργότερα ως μαθητής Γυμνασίου πήγα στο Τμήμα Χωροφυλακής Σαντορίνης να εκδώσω αστυνομική ταυτότητα, κατά λάθος έγραψαν ως ημερομηνία γέννησης την 28η Ιουλίου. Ίσως και να είμαι ο μοναδικός άνθρωπος που έχω τρεις ημερομηνίες γέννησης, την πραγματική στις 11 Ιουλίου, την ληξιαρχική στις 27, που είναι και η επίσημη, και την αστυνομική στις 28 Ιουλίου.