Με αφορμή το περιεχόμενο της δημόσιας παρέμβασης της βουλευτού και Τομεάρχη Εσωτερικών του Κινήματος Αλλαγής, κας Ευαγγελίας Λιακούλη, σχετικά με την κινητικότητα των δημοτικών υπαλλήλων και την τοποθέτηση του Υπουργού Εσωτερικών Π. Θεοδωρικάκου για το ζήτημα αυτό, στη συνεδριακή διάσκεψη της ΚΕΔΕ , θα θέλαμε να επισημάνουμε τα παρακάτω:
Η Αυτοδιοίκηση Α’ Βαθμού εδώ και χρόνια εκφράζει μέσω της ΚΕΔΕ τον προβληματισμό της για το γεγονός, ότι ενώ αυξάνονται διαρκώς οι αρμοδιότητες και οι ευθύνες των Δήμων, δεν συμβαίνει το ίδιο ούτε με τους πόρους, ούτε και με το προσωπικό τους.
Ειδικότερα για το προσωπικό των Δήμων, αυτό μειώνεται διαρκώς, τόσο εξαιτίας των αποχωρήσεων λόγω συνταξιοδότησης μεγάλου αριθμού εργαζομένων και της μη πρόσληψης νέου προσωπικού, όσο και λόγω του καθεστώτος της κινητικότητας που εφαρμόζεται σε όλο το Δημόσιο Τομέα.
Το καθεστώς της κινητικότητας αποψιλώνει διαρκώς τους Δήμους από έμπειρο κι απαραίτητο αριθμό εργαζομένων, οι οποίοι επιλέγουν να μετακινηθούν σε άλλους φορείς της δημόσιας Διοίκησης, χωρίς να λαμβάνεται προηγουμένως υπόψη ούτε η γνώμη των Δημάρχων, αλλά ούτε και οι πραγματικές υπηρεσιακές ανάγκες των Δήμων στους οποίους εργάζονται.
Η κατάσταση αυτή έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα των παρεχόμενων από τους Δήμους υπηρεσιών προς τους πολίτες. Ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι μικροί ορεινοί και νησιωτικοί Δήμοι, οι οποίοι μέσω της κινητικότητας βλέπουν να στερούνται ακόμη και τους λίγους εργαζόμενους που έχουν στη διάθεσή τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταποκριθούν πολλές φορές ούτε στοιχειωδώς, στις υποχρεώσεις τους απέναντι στους πολίτες.
Όσοι υποστηρίζουν τη διαιώνιση αυτής της απαράδεκτης κατάστασης, που στρέφεται ευθέως κατά των συμφερόντων των πολιτών και οδηγεί στην υποβάθμιση της λειτουργίας των Δήμων, είτε δεν αντιλαμβάνονται τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί, είτε λειτουργούν με ξεπερασμένες μικροκομματικές λογικές.
Αν η κα Λιακούλη, ως αρμόδια τομεάρχης του ΚΙΝΑΛ, είχε παρακολουθήσει έστω και για μια ώρα από τις ογδόντα συνολικά που διήρκεσαν, τις δέκα συνεδριακές διασκέψεις της ΚΕΔΕ που διεξήχθησαν σε όλη τη χώρα, θα είχε ακούσει την κραυγή αγωνίας των Δημάρχων, να κρατήσουν στους Δήμους τους το προσωπικό που τους έχει απομείνει. Αν παρακολουθούσε συστηματικά τα ζητήματα της αυτοδιοίκησης και τις θέσεις που εκφράζουν οι παρατάξεις στο Δ.Σ. της ΚΕΔΕ, θα γνώριζε ότι όλες (μα όλες…) τους είναι αντίθετες με τις καταστάσεις που δημιουργούνται στους Δήμους, εξαιτίας της κινητικότητας που γίνεται ερήμην μας.
Η θέση και η στάση της ΚΕΔΕ σε αυτό το ζήτημα, είναι απολύτως υπεύθυνη κι εκφράζεται διαχρονικά και διαπαραταξιακά. Βάζουμε πάνω από όλα την εξυπηρέτηση των δημοτών μας, μέσω της εύρυθμης λειτουργίας των δημοτικών μας υπηρεσιών.
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι πρέπει να μπει ένα τέλος στην αφαίμαξη προσωπικού των Δήμων μας. Αυτό αποτελεί πάγια θέση όλων των Δημάρχων της χώρας, χωρίς εξαιρέσεις και κυρίως, είναι θέση των Δημάρχων των μικρών Δήμων, των Δήμων που οφείλουμε όλοι να στηρίξουμε με κάθε τρόπο, ιδιαίτερα τις κρίσιμες αυτές στιγμές.
Η ΚΕΔΕ υπεύθυνα έθεσε ένα νέο πλαίσιο όσον αφορά την κινητικότητα, το οποίο σε μεγάλο βαθμό έχει γίνει αποδεκτό από την πολιτική ηγεσία του ΥΠ.ΕΣ. Το πλαίσιο αυτό είναι:
- Να επιτρέπεται κινητικότητα προσωπικού μόνον εντός φορέων του ίδιου βαθμού αυτοδιοίκησης, δηλ. από Δήμο σε Δήμο.
- Η κινητικότητα να εφαρμόζεται μόνον όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι (υγείας, ανάγκη συνένωσης οικογενειών ).
- Να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Δημάρχου, για να μπορεί να μετακινηθεί κάποιος εργαζόμενος σε άλλο Δήμο.
Στο διάλογο για την Πολυ-επίπεδη Διακυβέρνηση οι θέσεις της ΚΕΔΕ θα αναδειχθούν με την προσδοκία ότι αυτή τη φορά θα επικρατήσει η λογική, θα δοθεί προτεραιότητα στην ανάγκη να εξυπηρετούνται καλύτερα οι πολίτες, καθώς και ότι θα μπουν σοβαρά κοινωνικά κριτήρια για να ικανοποιείται η επιθυμία μετακίνησης των εργαζόμενων από Δήμο σε Δήμο, που έχουν πραγματικά κι αντικειμενικά προβλήματα.
Σεβόμαστε απόλυτα την ανάγκη των εργαζομένων μας να προγραμματίζουν τη ζωή τους και αντίστοιχα εκφράζουμε την απαίτηση να έχουν και οι Δήμαρχοι τη δυνατότητα να προγραμματίζουν με ποιο τρόπο και με ποιο προσωπικό θα οργανώσουν καλύτερα τη λειτουργία των Δήμων τους, προς όφελος των πολιτών.