Πώς μία πνευματίστρια και ένας δημοσιογράφος οδήγησαν την αστυνομία στα χνάρια του περιβόητου Δράκου.
Αίγινα, 10 Αυγούστου 1954, τρεις άντρες βρίσκονται απέναντι απ’ το εκτελεστικό απόσπασμα. Ένας απ’ τους μελλοθάνατους θα ζητήσει ως τελευταία επιθυμία να του λύσουν τα χέρια και να του δέσουν τα μάτια. Λίγα λεπτά μετά θα πέσουν και οι τρεις νεκροί. Η εφημερίδα ‘Ακρόπολις’ θα κυκλοφορήσει την ίδια μέρα με τον τίτλο “Κάθαρσις: εξετελέσθη σήμερον την αυγήν ο βιαστής της Βουλιαγμένης”. Είναι το τέλος μιας ιστορίας που ξεκίνησε τον Αύγουστο της προηγούμενης χρονιάς και επρόκειτο να συγκλονίσει τη μετεμφυλιακή Ελλάδα.
Όλα ξεκίνησαν στην περιοχή Μικρού Καβουριού της Βουλιαγμένης, ένα μέρος όπου συνήθιζαν να συχνάζουν τα ζευγάρια της εποχής -αλλά και οι ηδονοβλεψίες. Εκείνο το βράδυ, στις 9, θα έπεφτε νεκρός από σφαίρες ένας 35χρονος ιδιωτικός υπάλληλος, ο Θόδωρος Δέγλερης που βρισκόταν μαζί με την κοπέλα του, την 24χρονη Σοφία Μαναβάκη. Οι τέσσερις πυροβολισμοί που ακούστηκαν θα τρομάξουν τα υπόλοιπα ζευγάρια που θα αρχίσουν να τρέχουν να φύγουν απ’ το σημείο. Η κοπέλα του είναι και αυτή τραυματισμένη, έχει δεχτεί μία σφαίρα στην κοιλιά και μία στο κεφάλι. Είναι όμως ζωντανή. Μερικά μόλις λεπτά αργότερα ένας νεαρός θα εμφανιστεί απ’ το πουθενά.
-Θέλετε να σας βοηθήσω;
-Δείτε αν ζει ο αγαπημένος μου, θα του πει.
Ο νεαρός θα ακουμπήσει το αυτί στο στήθος του Δέγλερη και θα γυρίσει να καθησυχάσει την τραυματισμένη κοπέλα.
-Ζει. Η καρδιά του χτυπάει.
Έχει ήδη βγάλει το ρολόι απ’ το χέρι του νεκρού, θα πάρει και την τσάντα της κοπέλας και θα εξαφανιστεί.
Η κοπέλα τελικά θα ζούσε, δεν θα είχε την τύχη του αγαπημένου της και αργότερα θα μάθαινε ότι ο ευγενικός κλέφτης ήταν στην πραγματικότητα ο ίδιος ο δολοφόνος. Προς το παρόν όμως, δεν μπορεί να βοηθήσει την αστυνομία. Δεν μπορεί καν να περιγράψει τα βασικά χαρακτηριστικά του. Ήδη ο δολοφόνος θεωρείται ύποπτος και για μία απόπειρα δολοφονίας που είχε γίνει στο ίδιο μέρος, έξι ημέρες πριν. Τότε, ένας εκρηκτικός μηχανισμός είχε εκτοξευθεί κοντά σε ένα άλλο ζευγάρι, στον Μιχάλη Καλλίτση και στην Ελισάβετ Καπρή, τραυματίζοντάς τους ελαφρά. Ο Τύπος της εποχής έχει αρχίσει να μιλάει για τον ‘Δράκο της Βουλιαγμένης’.
Τελικά, την τσάντα της άτυχης κοπέλας θα καταφέρει να τη βρει η αστυνομία, κοντά στην περιοχή όπου συνέβη το φονικό. Τα 30 χιλιάρικα που είχε μέσα θα έχουν κάνει φτερά, όπως είναι αναμενόμενο και 200 μέτρα από το σημείο θα βρουν και ένα περίστροφο με δύο σφαίρες, τυλιγμένο μέσα σε ένα μαντήλι. Το όπλο δεν είναι “καθαρό”, αλλά τα δαχτυλικά αποτυπώματα δεν θα οδηγήσουν πουθενά, καθώς δεν ανήκουν σε άτομο που να έχει πάρε δώσε με τον νόμο.
Και ξαφνικά η υπόθεση παίρνει μία απρόσμενη τροπή, χάρη στον αστυνομικό συντάκτη της εφημερίδας ‘Ακρόπολις’, τον Θεόδωρο Δράκο. Ο δημοσιογράφος θα ζητήσει από γνωστό μέντιουμ της Αθήνας, την Ελένη Κικήδου, να βοηθήσει στην εξιχνίαση της υπόθεσης, προχωρώντας σε έναν κιτρινισμό που θα ζήλευαν ακόμα και οι σημερινές κουτσομπολίστικες εκπομπές.
Εκείνη, αναγνωρισμένο μέλος της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών -ό,τι και αν σημαίνει αυτό- θα δεχτεί.
Δεκατρείς ημέρες μετά το έγκλημα, ο αστυνομικός συντάκτης, το μέντιουμ και η βοηθός της θα φτάσουν στο σημείο της δολοφονίας. Ο Δράκος θα γράψει στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας:
“Η κυρία Κικίδου οδηγούμενη από τη διορατικότητά της, απ’ την εκπληκτική διαίσθησή της πατάει ακριβώς στα βήματα του δολοφόνου. Νοιώθει έναν απερίγραπτον κλονισμόν, γέρνει πάνω στον ώμο της φίλης της. Και ξαφνικά αρχίζει να περιγράφει με εκπληκτικές λεπτομέρειες την σκηνήν της δολοφονίας.
Ο Δέγλερης δεν έχει ακόμα ξεψυχήσει. Του πιάνει το σφυγμό δήθεν και του κλέβει το ρολόι. Κλέβει ακόμα την τσάντα. Την ανοίγει, παίρνει το πορτοφόλι (…) Έπειτα εξαφανίζεται προς τον Λαιμόν (…) Παίρνει μεταφορικόν μέσον, πιθανώς βάρκα και περνά απέναντι. Ξέρει από θάλασσα κι έχει ξαναμπή σε θάλασσα. Έχει χαλασμένα δόντια. Του λείπουν πολλά δόντια. Το πιστόλι είναι τυλιγμένο με σπάγκους κάτω από μια πέτρα. Δεν είναι μεγάλο πιστόλι και δεν είναι δικό του. Ο δολοφόνος το έχει κλέψει από καιρό. Είναι υψηλός, αδύνατος, με εξαϋλωμένη φυσιογνωμία. Εργάζεται σ’ ένα εστιατόριο μέσα στην κουζίνα. Δεν βγαίνει έξω. Την νύκτα μόνο πηγαίνει και κοιμάται στο ύπαιθρο. Το μέρος που μένει δεν έχει δέντρα. Το όνομά του αρχίζει από Σ. Κάτι έχει πάθει αυτός ο άνθρωπος μικρός. Κάτι σοβαρό που του έχει αναστατώσει τη ζωή. Κάνει τον κουτό, αλλά δεν είναι κουτός. (…) Βλέπω στρατιώτες, αξιωματικούς, μα εκείνος δεν είναι στρατιώτης ούτε και μένει μαζί τους”.
Οι χωροφύλακες, όσο η φαντασία της κοινής γνώμης καλπάζει, θα κάνουν καλά τη δουλειά τους και θα βρουν ότι το όπλο της δολοφονίας είχε κλαπεί από το 25ο Σύνταγμα Πεζικού, στην Αγία Παρασκευή. Παράλληλα, θα περάσουν και από το τμήμα για ανάκριση δύο “γνωστούς ηδονοβλεψίες” της περιοχής, οι οποίοι θα κάνουν λόγο για έναν άγνωστο άντρα, πρόσφατα απολυμένο από το στρατό, τον οποίο τελευταία βλέπουν συχνά στο Μικρό Καβούρι. Το παρανοϊκό της υπόθεσης είναι ότι θα τον περιγράψουν όπως ακριβώς τον φαντάστηκε και το μέντιουμ, με πιο σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό την ουλή στον λαιμό.
Θα δείξουν φωτογραφίες υπόπτων στους δύο ηδονοβλεψίες και εκείνοι με τη σειρά τους θα αναγνωρίσουν τον 25χρονο Μιχάλη Στεφανόπουλο, ο οποίος έχει μόλις δύο μήνες που είναι πολίτης και πράγματι φέρει μια έντονη ουλή στο δεξιό μέρος του λαιμού, από παλιότερη οδοντιατρική επέμβαση. Και ναι, το όνομά του αρχίζει από ‘Σ’, κάνοντας τους χωροφύλακες να απορήσουν.
Θα προσαχθεί και κατά την ανάκριση θα αρνηθεί οποιαδήποτε σχέση με την υπόθεση. Τα αποτυπώματά του όμως ταιριάζουν απόλυτα με αυτά που βρέθηκαν πάνω στο όπλο και δεν θα του αφήσουν κανένα περιθώριο. Εν τέλει, θα παραδεχτεί ότι εκείνος είναι ο δολοφόνος, αλλά και ο άγνωστος που λίγες ημέρες προηγουμένως είχε ρίξει τον εκρηκτικό μηχανισμό στο άλλο ζευγάρι.
“Το πάθος μου με τύφλωσε!”, θα πει. “Τους έβλεπα εκεί μπροστά μου να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται κι εγώ έβλεπα, μόνο έβλεπα κι άκουγα τους ψιθύρους και τους στεναγμούς τους. Εγώ ήμουν καταδικασμένος μόνο να βλέπω… Δεν θυμάμαι πως μου ήρθε να τραβήξω το πιστόλι και να ρίξω. Κι έπειτα ήρθε η χαρά. Η κοπέλα ήταν πια ανυπεράσπιστη. Έτρεξα να την βοηθήσω. Ήταν δικιά μου. Ο φίλος της ξεψυχούσε. Ήταν δικιά μου, με καταλαβαίνεις; Και την αγκάλιασα και την έσυρα κοντά μου κι εκείνη νόμισε ότι ήθελα να την βοηθήσω κι εγώ την έπιανα. Έπειτα, όλα τελείωσαν. Είχα συνέλθει. Με κυρίευσε ο φόβος της τιμωρίας κι έφυγα”.
Η δίκη του Μιχάλη Στεφανόπουλου θα γίνει τον Μάρτιο του 1954 στο Κακουργιοδικείο Αθηνών.
Ο δολοφόνος κατά την απολογία του θα μιλήσει για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια και για τους γονείς του, οι οποίοι “δεν του έδωσαν την κατάλληλον αγωγήν, διότι διαρκώς διεπληκτίζοντο και κατόπιν εχώρισαν”. Θα περιγράψει με λεπτομέρειες τις επιθέσεις του, δηλώνοντας ότι δεν κατάλαβε πώς σκότωσε τον Δέγλερη -παρά τη σφαίρα στον κρόταφό του-, και με τους συνηγόρους του να υποστηρίζουν ότι “είναι ψυχασθενικόν άτομον’ και ότι για αυτόν τον λόγο “δεν έχει συναίσθησιν του μεγέθους της πράξεώς του”. Εντύπωση προκαλεί και το victim blaming που έκαναν οι τελευταίοι, καθώς είπαν κατά την αγόρευσή τους ότι η στάση των θυμάτων “ήτο τοιαύτη, ώστε να διεγείρη τον κατηγορούμενον”.
Ωστόσο, ο ψυχίατρος Κωνσταντίνος Μιταυτσής, που τον είχε εξετάσει ήταν κάθετος. Ο κατηγορούμενος “αποδεικνύεται άτομον ψυχασθενικόν με σεξουαλικήν μειονεξίαν” αλλά “είναι πλήρως καταλογιστός και έχει ακεραίαν ποινικήν ευθύνην”.
Το δικαστήριο θα τον καταδικάσει στην ποινή του θανάτου -η οποία τότε ακόμη εφαρμοζόταν στη χώρα μας- και επιπλέον κάθειρξη 24 ετών για τις τρεις απόπειρες ανθρωποκτονίας.
Ένα χρόνο μετά θα εκτελεστεί στην περιοχή Τουρλός της Αίγινας.
*Φωτογραφίες Αρχείου
oneman.gr