Το πείσμα ενός δήμου «μπλοκάρει» την προσπάθεια ενός υπαλλήλου να εργαστεί σε καλύτερες συνθήκες αλλάζοντας εργασιακό περιβάλλον. Και ο υπάλληλος, ψάχνοντας το δίκιο του, βρίσκει… κενά στη νομοθεσία! Μια «οδύσσεια» καλείται να ακολουθήσει μια δημοτική υπάλληλος που θέλησε να μεταταχθεί σε άλλον δήμο μέσω του συστήματος κινητικότητας. Το αίτημά της να συμμετάσχει στις πρόσφατες διαδικασίες του ενιαίου συστήματος μετατάξεων απορρίφθηκε από τον δήμο όπου εργάζεται σήμερα και μάλιστα με μια ασύμβατη με τον νόμο αιτιολόγηση. Και όταν η δημοτική υπάλληλος θέλησε να υποβάλει ένσταση, ήρθε αντιμέτωπη με μια… Χάρυβδη: δεν είχε δυνατότητα ένστασης και οι ισχυρισμοί του δήμου αποτέλεσαν ουσιαστικά θέσφατο, καθώς δεν υπόκεινται σε έλεγχο προκειμένου να βεβαιωθεί η ορθότητά τους. Ως εκ τούτου, η εργαζόμενη αναγκάζεται να μπλέξει σε έναν γραφειοκρατικό κυκεώνα, όπου και πάλι τον τελικό λόγο έχει ο δήμος στον οποίο απασχολείται.
Σύμφωνα με την «Εφημερίδα των Συντακτών» η παρακάτω καταγγελία είναι ενδεικτική των εμποδίων που μπορεί να θέσει μια δημοτική αρχή σε έναν/μία υπάλληλο που επιθυμεί να μεταταχθεί, αποτρέποντας τη μετακίνησή του/της.
Το «πάγωμα»
Η καταγγέλλουσα θέλησε να μεταταχθεί σε άλλον δήμο, εντός του Λεκανοπεδίου, αφενός για λόγους προσωπικούς (κατοικεί στον συγκεκριμένο δήμο), αφετέρου για λόγους επαγγελματικούς: έκρινε ότι η προσφερόμενη θέση συνδυάζεται με καλύτερες εργασιακές συνθήκες και πιο σταθερή επαγγελματική σταδιοδρομία.
Ετσι, λοιπόν, υπέβαλε αίτηση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα για την κινητικότητα, διεκδικώντας μία από τις θέσεις που θέλησε να στελεχώσει ο δήμος-φορέας υποδοχής. Η αίτησή της, όμως, απορρίφθηκε από τον δήμο όπου εργάζεται σήμερα -δηλαδή τον φορέα προέλευσης- και αυτομάτως «πάγωσε».
Ο νόμος της κινητικότητας προβλέπει συγκεκριμένες προϋποθέσεις προκειμένου να αποκτήσει ένας υπάλληλος δυνατότητα συμμετοχής στο σύστημα μετατάξεων. Μία από αυτές είναι το ποσοστό των θέσεων που έχει στελεχωμένες ο φορέας στον κλάδο/ειδικότητα του υπαλλήλου που αιτείται μετάταξη να μην είναι μικρότερο του 65%. Το ποσοστό υπολογίζεται «επί του συνόλου των οργανικών θέσεων του εν λόγω κλάδου» στον φορέα προέλευσης, ξεκαθαρίζει πρόσφατη εγκύκλιος του υπουργείου Εσωτερικών.
Δηλαδή αν, για παράδειγμα, ένας υπάλληλος εργάζεται στον κλάδο των γραμματέων, πρέπει να υπολογιστεί εάν είναι καλυμμένο σε προσωπικό το 65% των θέσεων γραμματέων σε όλο τον δήμο -όχι στο τμήμα στο οποίο υπηρετεί ο/η αιτών/ούσα- προκειμένου να ανάψει το «πράσινο φως» για τη διεκδίκηση μιας θέσης μέσω κινητικότητας.
Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο δήμος-φορέας προέλευσης «μπλόκαρε» το αίτημα της δημοτικής υπαλλήλου για μετάταξη επικαλούμενος υποστελέχωση στο τμήμα, με βασικό «τεκμήριο» ένα προ μηνών αίτημα για συνταξιοδότηση άλλου υπαλλήλου του τμήματος. Η υπάλληλος ζήτησε να μάθει εγγράφως από τον δήμο το ποσοστό στελέχωσης στον κλάδο της.
Σύμφωνα με την απάντηση που έλαβε, το ποσοστό καλυμμένων θέσεων βρίσκεται στο 76%. Πληρούνταν, λοιπόν, όλες οι προϋποθέσεις. Ομως το αίτημά της είχε ήδη μπει στον πάγο και είχε παρέλθει η προθεσμία εντός της οποίας ήταν ανοιχτή η ψηφιακή πλατφόρμα της κινητικότητας, προκειμένου να γίνουν εγκαίρως οι απαιτούμενες διορθωτικές κινήσεις.
Ο μονόδρομος
Η δημοτική υπάλληλος απευθύνθηκε στο Τμήμα Κινητικότητας του υπουργείου Εσωτερικών. «Δεν έχουμε ελεγκτικές αρμοδιότητες», διευκρινίστηκε στην απάντηση και περιγράφηκε στην υπάλληλο ο… μονόδρομος που πρέπει να ακολουθήσει: να απευθυνθεί στον δήμο όπου εργάζεται και αυτός να προβεί σε διόρθωση με γραπτό αίτημα στην Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας, το όργανο που εξετάζει το σύνολο των αιτημάτων, από πλευράς φορέων και υπαλλήλων.
Με λίγα λόγια η εργαζόμενη, στερούμενη τη δυνατότητα έγκαιρης ένστασης, αναγκάζεται να ελπίζει να αλλάξει στάση ο δήμος και μάλιστα… εμπρόθεσμα, πριν ξεκινήσει η εξέταση των αιτήσεων των υπόλοιπων υποψηφίων που διεκδικούν τη θέση. «Τελικά ο υπάλληλος είναι στο έλεος του φορέα από όπου φεύγει, ακόμα και εάν καταπατείται κάθε έννοια διαφάνειας», είναι το συμπέρασμα της υπαλλήλου από τη μέχρι στιγμής περιπέτειά της.
Πηγή: «Εφημερίδα των Συντακτών»