Σύμφωνα με την παρ.4 του αρ.66 του ν.3852/201010 ως ισχύει, οι Δημοτικοί Σύμβουλοι δύνανται να ανεξαρτητοποιηθούν με δική τους πρωτοβουλία από τη Δημοτική Παράταξη στην οποία ανήκουν, μέσω υποβολής γραπτής δήλωσής τους προς το Προεδρείο του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου. Κατ’ αντιστοιχία με όσα γίνονται παγίως δεκτά στην περίπτωση της παραίτησης Αιρετών από αξίωμα, η ανωτέρω γραπτή δήλωση πρέπει να διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή, ώστε να προκύπτει η βούληση του Δημοτικού Συμβούλου να αποχωρήσει, οριστικά, από την Δημοτική Παράταξη (ενδεικτικά ΣτΕ 1928/2017).
Ομοίως, σύμφωνα με την παρ.5 του αρ.66 του ν.3852/2010 ως ισχύει, οι Δημοτικοί Σύμβουλοι μπορούν να διαγραφούν από τη Δημοτική Παράταξη στην οποία ανήκουν. Για να πραγματοποιηθεί η διαγραφή, εάν η Δημοτική Παράταξη έχει τουλάχιστον 3 μέλη, απαιτείται απόφαση της πλειοψηφίας των 2/3 αυτών. (Δεν νοείται διαγραφή Δημοτικού Συμβούλου από Παράταξη την οποία απαρτίζουν δύο Σύμβουλοι.) Η απόφαση πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη (η αιτιολογία αποτελεί εσωτερικό ζήτημα της Παράταξης), ενώ το Πρακτικό λήψης της απόφασης, το οποίο φέρει τις απαιτούμενες υπογραφές, κοινοποιείται υποχρεωτικά στον Πρόεδρο του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου, δίχως όμως να ελέγχεται από αυτόν, καθώς και στον διαγραφέντα Σύμβουλο.
Σε αμφότερες τις ανωτέρω περιπτώσεις, ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου οφείλει να ανακοινώσει την απόφαση διαγραφής ή ανεξαρτητοποίησης στο Δημοτικό Συμβούλιο, καθώς και να την κοινοποιήσει στην οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση.
Σημειώνεται ότι η εκούσια ανεξαρτητοποίηση ή η διαγραφή Δημοτικού Συμβούλου από τη Δημοτική του Παράταξη επιφέρει, κατά κανόνα, την απώλεια τυχόν αξιωμάτων που κατέχει.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα άρθρα 66 παρ 6, 66 παρ.8 και 74 παρ.12 του ν.3852/2010 ως ισχύουν, τα μέλη του Προεδρείου του Δημοτικού Συμβουλίου και τα μέλη της Οικονομικής Επιτροπής και της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής που ανεξαρτητοποιούνται ή διαγράφονται από την Παράταξή τους, απολύουν αυτοδικαίως και τα αντίστοιχα αξιώματά τους, παραμένοντας, ωστόσο, απλοί – ανεξάρτητοι Δημοτικοί Σύμβουλοι.
Εξαίρεση στον ανωτέρω κανόνα αποτελούν οι Αντιδήμαρχοι, μιας και η παρ.6 του αρ.66 του ν.3852/2010 ως ισχύει, ορίζει ότι “ανεξάρτητος Δημοτικός Σύμβουλος μπορεί να ορισθεί ή να παραμείνει Αντιδήμαρχος”. (Υπενθυμίζουμε ότι η Κυβέρνηση έχει προαναγγείλει νομοθετική ρύθμιση για την αντίθετη διάταξή της, συγκεκριμένα για την παρ.1 αρ.59 ν.3852/2010 όπου με την παρ.2δ του αρ.5 του ν.4623/2019 πριν λίγες ημέρες πρόσθεσε το εδάφιο “Αντιδήμαρχος που ανεξαρτητοποιήθηκε ή διαγράφηκε από την Παράταξή του, εκπίπτει αυτοδικαίως από το αξίωμα αυτό”.)
Όσον αφορά τα δικαιώματα και, συνακόλουθα, τις υποχρεώσεις Δημοτικών Συμβούλων, που ανεξαρτητοποιήθηκαν ή διαγράφηκαν από την Παράταξή τους, σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφηκε ανωτέρω, υπογραμμίζεται, καταρχήν, ότι οι εν λόγω Δημοτικοί Σύμβουλοι πρέπει να θεωρούνται ανεξάρτητα μέλη του Συμβουλίου, μη ανήκοντα σε κάποια Παράταξη.
Ο ν.3852/2010 ως ισχύει, ΔΕΝ ΠΑΡΕΧΕΙ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ Δημοτικής Παράταξης από Συμβούλους που ανεξαρτητοποιήθηκαν ή διαγράφηκαν από τις Δημοτικές Παρατάξεις με τις οποίες έχουν εκλεγεί.
Ομοίως, ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΗΣ διαγραφέντα ή ανεξαρτητοποιηθέντα Δημοτικού Συμβούλου σε άλλη Παράταξη από αυτήν με την οποία έχει εκλεγεί.
Εντούτοις, από το νομοθέτη παρέχεται η δυνατότητα ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΗΣ ανεξάρτητου Δημοτικού Συμβούλου στην Παράταξη από την οποία ανεξαρτητοποιήθηκε ή διαγράφηκε, εφόσον τούτο γίνει δεκτό από τα 2/3 των μελών, προκειμένου για Παρατάξεις που έχουν τουλάχιστον 3 μέλη και από όλα τα μέλη, στην περίπτωση ανεξαρτητοποίησης Δημοτικού Συμβούλου, προκειμένου για Παρατάξεις με λιγότερα από 3 μέλη.
Επισημαίνεται ότι πάγια διοικητική θέση του Υπουργείου Εσωτερικών αποτελεί ότι οι τυχόν αλλαγές στον αριθμό των μελών των Παρατάξεων, λόγω ανεξαρτητοποιήσεων ή διαγραφών, ΔΕΝ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΕ ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΑΞΕΩΝ εντός του Δημοτικού Συμβουλίου για την εφαρμογή ειδικών διατάξεων της νομοθεσίας που αναφέρονται σε δεύτερο ή τρίτο σε εκλογική δύναμη Συνδυασμό, καθώς η θέση των Παρατάξεων αυτών διαμορφώνεται με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα και τη σχετική απόφαση ανακήρυξής του κατά τόπο αρμόδιου Πρωτοδικείου.
Διαφορετική είναι η περίπτωση κατάρτισης “σύμπραξης” εντός του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία δύναται να οδηγήσει σε επανακαθορισμό της θέσης μίας η περισσότερων Παρατάξεων.
Επίσης, σε τυχόν οριακές περιπτώσεις όπου υπάρχει ικανός αριθμός Δημοτικών Συμβούλων που ανεξαρτητοποιηθήκαν ή διαγράφηκαν από την Παράταξη του Δημάρχου, ΔΕΝ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΤΕΘΕΙ ΘΕΜΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ.
Ανεξαρτητοποιηθείς ή διαγραφείς Σύμβουλος συμμετέχει στην εκλογή μελών του Προεδρείου του Δημοτικού Συμβουλίου ΜΟΝΟ κατά τη Β’ φάση της εκλογής και όχι κατά την α’ φάση, καθόσον στη φάση αυτή συμμετέχουν μόνο μέλη των Δημοτικών Παρατάξεων.
Από την άλλη πλευρά, ο ανεξαρτητοποιηθείς ή διαγραφείς Δημοτικός Σύμβουλος έχει τα κατωτέρω, ενδεικτικά, δικαιώματα:
Α) Παρευρίσκεται και ψηφίζει στις συζητήσεις της ολομέλειας του Δημοτικού Συμβουλίου, καθώς δεν απολύει τη θέση του εντός αυτής.
Β) Δύναται να αιτείται μαζί με άλλους Δημοτικούς Συμβούλους τη σύγκληση Δημοτικού Συμβουλίου, βάσει του εδ.α’ της παρ.2 του αρ.67 του ν.3852/2010 ως ισχύει. H εν λόγω διάταξη θεσπίζει ρητά την υποχρέωση του Πρόεδρου του Δημοτικού Συμβουλίου να καλεί τα μέλη του σε συνεδρίαση με γραπτή Πρόσκληση, όποτε το ζητήσει το 1/3 τουλάχιστον του συνολικού αριθμού των μελών του Συμβουλίου.
Γ) Δύναται να ζητά από τον Δήμαρχο, την Οικονομική Επιτροπή και την Επιτροπή Ποιότητας Ζωής πληροφορίες και συγκεκριμένα στοιχεία, που είναι χρήσιμα για την άσκηση των καθηκόντων του, βάσει της παρ.3 του αρ.69 του ν.3852/2010 ως ισχύει.
Δ) Δικαιούται να εγγραφεί ως ομιλητής και να τοποθετηθεί επί συγκεκριμένου θέματος της ημερήσιας διάταξης, εντός των συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου
Ε) Δύναται να ορισθεί Αντιδήμαρχος ή να παραμείνει στη θέση αυτή, μετά την ανεξαρτητοποίηση ή διαγραφή του, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το αρ.59 του ν. 3852/2010 (εκκρεμεί η προαναφερθείσα νομοθετική ρύθμιση που έχει προαναγγείλει το ΥΠΕΣ επί του τελευταίου εδαφίου της παρ.1 του αρ.59 που αναφέρει την αυτοδίκαιη έκπτωση).
Μπορείτε να δείτε σχετικά τις Ενότητες 2 και 3 της αριθμ. 91/21.8.2019 Εγκυκλίου του Υπουργού και του Υφυπουργού Εσωτερικών, ΕΔΩ