Αντισυνταγματικές είναι οι περικοπές των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και του επιδόματος θερινής άδειας των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων, υπαλλήλων ΟΤΑ, ΝΠΔΔ και ΜΠΙΔ, κ.λπ. έκρινε η επταμελής σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήματος με σειρά αποφάσεων της και λόγω της αντισυνταγματικότητα παραπέμφθηκε προς οριστική κρίσης στην Oλομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία κρίνει τελικά εάν είναι συνταγματικές ή όχι οι περικοπές των τριών εν λόγω επιδομάτων.
Σύμφωνα με το σκεπτικό των συμβούλων Επικρατείας οι επίμαχες περικοπές που έγιναν με το νόμο 4093/2012 αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Οι επίμαχες περικοπές άρχισαν να τρέχουν από 1.1.2013 και σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας «ο νομοθέτης όφειλε αποφαινόμενος τεκμηριωμένα για την αναγκαιότητα του μέτρου, να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθεμίας για τον επιδιωκόμενο δημόσιο σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής καθώς και εάν οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, και συνδυαζόμενες με τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες, οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω του επιπέδου της αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Στο πολυσέλιδο σκεπτικό τους (2626-2635/2018) οι δικαστές αναγνωρίζουν ότι ο νομοθέτης εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο επισημαίνουν ότι: «με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περατερω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών».
Και προσθέτουν ότι, επιδόματα, εορτών και αδείας, συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από το μισθό του καθενός».
Τέλος, το ΣτΕ καταλήγει ότι «ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίμαχου καταργητικού μέτρου, χωρίς προηγουμένως να έχει εκτιμήσει την προσφορόρητα του μέτρου ενόψει και της διαπίστωσης, ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει έως τότε δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα”.