Αφορμή για τις ακόλουθες σκέψεις έδωσε η πρόσφατη Έκθεση του Συνήγορου του Πολίτη, σύμφωνα με την οποία την τριετία 2015-2018 έλαβαν χώρα περί τις 4,8 εκατομμύρια κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών κυρίως από το Δημόσιο και τον Ε.Φ.Κ.Α., αλλά και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Η «πλημμυρίδα» αυτή κατασχέσεων εκτός από το γεγονός ότι καταδεικνύει το αδιέξοδο, στο οποίο βρίσκονται εκατομμύρια συμπολίτες μας, αναφορικά με τις οφειλές τους στο Δημόσιο και τον Ε.Φ.Κ.Α., έχει γεννήσει και δυσχερώς υπερβάσιμα προβλήματα διαβίωσης πολιτών και επιχειρήσεων, αλλά και εμπλοκές στις σχέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων και πελατών, καθώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου πολίτες θεωρούν υπαίτια τα πιστωτικά ιδρύματα για τη δέσμευση των τραπεζικών τους λογαριασμών, παρά το γεγονός ότι οι Τράπεζες δεν έχουν καμία εμπλοκή στην αντιδικία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη και απλά καλούνται να εφαρμόσουν πιστά την σχετική νομοθεσία. Ένα άλλο χαρακτηριστικό – πολιτικής φύσεως – πόρισμα, που απορρέει από την έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη σχετίζεται με τη διαπίστωση ότι αν και η νομοθεσία για την ηλεκτρονική κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών υφίσταται ήδη από το έτος 2013, εντούτοις η ευρύτατη χρήση του μέσου αυτού αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση των χρηματικών απαιτήσεων του Δημοσίου και του ΕΦΚΑ προτάχθηκε από κυβέρνηση «αριστερού» προσήμου.
Η κατάσχεση και δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών αναμφίβολα οδηγεί στην αμεσότερη ικανοποίηση του δανειστή σε σχέση με την – περισσότερο γνωστή – μορφή αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, όπως είναι η κατάσχεση και – περαιτέρω – ο πλειστηριασμός ακινήτων. Ειδικά δε για το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ η νομοθεσία είναι πιο ευνοϊκή, καθώς το κατασχετήριο έγγραφο, με το οποίο κατάσχονται οι τραπεζικοί λογαριασμοί του οφειλέτη τους δεν απαιτείται να κοινοποιηθεί στον τελευταίο, σε αντίθεση με την επιβολή κατάσχεσης από ιδιώτες πιστωτές, όπου η κοινοποίηση του κατασχετηρίου εγγράφου στον οφειλέτη αποτελεί στοιχείο του κύρους της κατάσχεσης. Παρά ταύτα, η σχετική διάταξη του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, η οποία προβλέπει την μη κοινοποίηση του κατασχετηρίου εγγράφου στον οφειλέτη έχει κριθεί ως σύμφωνη με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος με σχετική απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας (ΣτΕ 2080/2014).
Σημειώθηκε ανωτέρω ότι η πληθώρα αυτή των κατασχέσεων διευκολύνεται από τη νομοθεσία, η οποία προβλέπει – αποκλειστικά για το Δημόσιο και τον Ε.Φ.Κ.Α. – την ηλεκτρονική κοινοποίηση ηλεκτρονικών κατασχετηρίων στα πιστωτικά ιδρύματα. Οι δεσμευμένοι τραπεζικοί λογαριασμοί μπορούν να αποδεσμευθούν μόνο με έγγραφο άρσης της κατάσχεσης από την φορολογική διοίκηση ή τον ασφαλιστικό φορέα (κατόπιν εξόφλησης της οφειλής ή ρύθμισης αυτής) ή με δικαστική απόφαση, η οποία θα ακυρώνει την κατάσχεση ή θα διατάσσει την προσωρινή αποδέσμευση του λογαριασμού στο πλαίσιο προσωρινής δικαστικής προστασίας. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για επιχειρήσεις, οι οποίες με τη δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών τους αδυνατούν να εξυπηρετήσουν λειτουργικές τους ανάγκες, όπως η καταβολή της μισθοδοσίας ή η πληρωμή των λογαριασμών των οργανισμών κοινής ωφέλειας. Όπως είναι, ίσως, γνωστό, ενώ η νομοθεσία προβλέπει το ακατάσχετο των καταθέσεων σε τραπεζικό λογαριασμό έως ένα συγκεκριμένο όριο για φυσικά πρόσωπα, δεν υφίσταται αντίστοιχη νομοθετική προστασία για τις επιχειρήσεις.
Η νομοθεσία, παρά ταύτα, παρέχει μέσα προστασίας στον πολίτη έναντι του ορυμαγδού αυτού των κατασχέσεων. Αναφέρθηκε ανωτέρω ότι οι καταθέσεις των φυσικών προσώπων προστατεύονται έως το ποσό των € 1.250 μηνιαίωςγια κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα πιστωτικό ίδρυμα. Αρκεί η υποβολή σχετικής ηλεκτρονικής δήλωσης, με την οποία ο συγκεκριμένοςτραπεζικόςλογαριασμός θα δηλώνεται ως ακατάσχετος στο σύστημα taxis της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Σε περίπτωση λογαριασμού μισθοδοσίας/σύνταξης δηλώνεται υποχρεωτικά ως ακατάσχετος αυτός ο λογαριασμός. Η δήλωση αυτή – και άρα η σχετική προστασία – μπορεί να λάβει χώρα και μετά την επιβολή της κατάσχεσης. Επιπλέον, ακόμα και αν δεν έχει δηλωθεί τραπεζικός λογαριασμός ως ακατάσχετος ο μισθός, η σύνταξη ή το ασφαλιστικό βοήθημα είναι ακατάσχετα εκ της φύσεώς τους, ως μέσα βιοπορισμού του πολίτη. Η μηνιαία προστασία του μισθού ή της σύνταξης για τις κατασχέσεις του Δημοσίου ανέρχεται, το μέγιστο, στο ποσό των € 1.250. Τα δικαστήριά μας προστατεύουν τα ποσά αυτά από την κατάσχεση ακόμα και όταν καταβάλλονται σωρευτικά με τη μορφή αναδρομικών, με την ορθή αιτιολογία ότι ο μισθωτός ή ο συνταξιούχος αδυνατούσε, αντικειμενικά και άνευ ευθύνης του, να κάνει χρήση των ποσών αυτών για το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν του καταβάλλονταν από τον οικείο φορέα. Επίσης, τα εφάπαξ επιδόματα, τα οποία αποδίδονται λόγω της αποχωρήσεως από την εργασία, προστατεύονται σε ποσοστό 50%, ενώ ειδικότερες διατάξεις προβλέπουν το ακατάσχετο διαφόρων επιδομάτων (λ.χ. κοινωνικό μέρισμα, στεγαστικό επίδομα φοιτητών, επίδομα ενοικίου, έκτακτες ενισχύσεις πλημμυροπαθών και πυρόπληκτων), το ακατάσχετο των ποσών που προορίζονται για την πληρωμή οφειλών σε ασφαλιστικά ταμεία, όπως και την, υπό προϋποθέσεις, προστασία των κοινοτικών επιδοτήσεων.
Σε κάθε περίπτωση και εφόσον διαπιστώνει κάποιος τη δέσμευση των τραπεζικών του λογαριασμών, θα πρέπει να απευθύνεται στο κατάστημα της τράπεζας, στην οποία τηρείται ο λογαριασμός, προκειμένου να πληροφορηθεί την αιτία της δέσμευσης και εφόσον θεωρεί ότι αυτή είναι – για οποιαδήποτε αιτία – παράνομη, θα πρέπει να διερευνήσει με το δικηγόρο του τα μέσα δικαστικής προστασίας κατά της παράνομης κατάσχεσηςπου επιβλήθηκε από το Δημόσιο ή τον Ε.Φ.Κ.Α. και, κυρίως, την άσκηση των ενδικών βοηθημάτων της ανακοπής κατά της επιβληθείσας κατάσχεσης και της αιτήσεως για την αναστολή εκτέλεσης αυτής ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων.
Σύντομο βιογραφικό
Ο Γιώργος Κόντης γεννήθηκε (1974), μεγάλωσε και ζει στην Αγία Παρασκευή. Η οικογένειά του διαμένει στο Δήμο της Αγίας Παρασκευής ήδη από το δεκαετία του ’40. Ως μαθητής υπήρξε για αρκετά χρόνια καλαθοσφαιριστής του Γυμναστικού Συλλόγου Αγίας Παρασκευής.
Είναι Δικηγόρος και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών από το 2002. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή Αθηνών και είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος (με βαθμό «Άριστα») από την ως άνω Σχολή στο γνωστικό αντικείμενο της Πολιτικής Δικονομίας.
Έως τώρα έχει συγγράψει δύο μονογραφίες με θέμα την νομική ισχύ των ηλεκτρονικών εγγράφων (2012) και την κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών (2018).
Έχει δημοσιεύσει πλήθος άρθρων και επιστημονικών σχολίων σε σχέση με το γνωστικό του αντικείμενο σε νομικά περιοδικά της ημεδαπής (όπως η Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας) και έχει συμμετάσχει σε τιμητικούς τόμους Καθηγητών της Νομικής Σχολής Αθηνών, αλλά και σε συλλογικά έργα (Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, κ.λπ.). Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων και συνεργάτης του Ερευνητικού Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών. Μέρος της διδακτορικής του έρευνας πραγματοποιήθηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Freiburgτης Γερμανίας. Έχει παρουσιάσει εισηγήσεις σε συνέδρια τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία, ενώ, πλέον, διεξάγει σεμινάρια για δικηγόρους σε ζητήματα που άπτονται του γνωστικού του πεδίου. Ασκεί τη δικηγορία ως μέλος της νομικής υπηρεσίας ελληνικής συστημικής Τράπεζας, αλλά και ως μάχιμος δικηγόρος σε υποθέσεις αστικού και διοικητικού δικαίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.
Γεώργιος Κόντης, Δικηγόρος,
Διδάκτωρ Νομικής