Νύκτα της 26ης προς 27η Οκτωβρίου 1940. Με την ευκαιρία που στην νεοσύστατη Λυρική Σκηνή, θα ανέβαινε το έργο του Τζάκομο Πουτσίνι “Μαντάμ Μπατερφλάϊ” και της παρουσίας στην Αθήνα του γιού του δημιουργού, Αντόνιο Πουτσίνι, η Ιταλική Πρεσβεία παραθέτει δεξίωση. Καλείται ο Πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς και οι Υπουργοί του. Δεν παρέστησαν, αρνούμενοι ευγενικά. Στον χώρο της δεξιώσεως είχαν τοποθετηθεί σημαίες των δύο κρατών, “αγκαλιασμένες”, για να συμβολίζουν την αιώνια φιλία τους. Την ίδια όμως ώρα, στο υπόγειο της Πρεσβείας, ελαμβάνοντο κρυπτογραφημένα τηλεγραφήματα από την Ρώμη. Οι δυο Γραμματείς της Πρεσβείας, που τα αποκωδικοποιούσαν, κατ΄εντολήν του Γκράτσι, διέκοπταν περιστασιακά την αποκωδικοποίηση, ανέβαιναν στον χώρο της δεξιώσεως και συνομιλούσαν με τους προσκεκλημένους για να μην δημιουργηθούν υποψίες. Ο Ιταλός Πρέσβυς Εμμανουέλε Γκράτσι ήταν ειδοποιημένος για την αποστολή τους και νόμιζε (μη γνωρίζοντας το ακριβές περιεχόμενό τους) ότι η εισβολή θα άρχιζε τα ξημερώματα της 27ης, γεγονός που τον είχε τρομοκρατήσει. Μόνο το πρωΐ, όταν όλοι είχαν αποχωρήσει και αποκρυπτογραφήθηκαν τα τηλεγραφήματα, πληροφορήθηκε την ακριβή ημερομηνία της επιθέσεως.
Ξημερώνοντας η 28η Οκτωβρίου, ο Εμμανουέλε Γκράτσι επισκέπτεται τον Ιωάννη Μεταξά στην κατοικία του και του παραδίδει το τελεσίγραφο, λαμβάνοντας ως απάντηση αυτό που μόνο ένας Έλληνας μπορούσε να πει. Ο Γκράτσι, γράφει στα απομνημονεύματά του: «Εκείνη τη στιγμή μίσησα το επάγγελμά μου, το οποίο μου επέβαλε ένα τόσο θλιβερό και ταπεινωτικό καθήκον. Υποκλίθηκα με βαθύτατο σεβασμό στον υπερήφανο γέροντα, ο οποίος δεν δίστασε ούτε για μια στιγμή να διαλέξει για την πατρίδα του την οδό της θυσίας, αντί της ατίμωσης, και αποχώρησα».
Λίγη ώρα αργότερα, στο Υπουργικό Συμβούλιο που συγκλήθηκε για την υπογραφή των Διαταγμάτων της Επιστρατεύσεως, ο Μεταξάς είπε: «Κύριοι, με κατηγόρησαν για δύο πράγματα. Πρώτον πως είμαι γερμανόφιλος και, δεύτερον, πως δεν έχω φαντασία και συναίσθημα, όπως ο Βενιζέλος. Είναι αλήθεια πως ανατράφηκα στη Γερμανία και πως είχα πολλούς δεσμούς με αυτή τη χώρα. Αλλά όπως μισεί κανείς έναν φίλο που δεν στάθηκε στο ύψος της φιλίας του περισσότερο από έναν αδιάφορο άνθρωπο, έτσι μισώ τώρα τους Γερμανούς. Όσο για το άλλο, είμαι βέβαια Κεφαλλονίτης και το έχω φυσικό να τα βάζω κάτω τα πράγματα και να τα ζυγιάζω. Αλλά είναι στιγμές που, αφού τα ζυγιάσει κανείς και τα μετρήσει όλα, πρέπει να αφήσει την καρδιά του να υπαγορεύσει την τελειωτική απόφαση. Και η καρδιά μου, μου λέγει πως δεν μπορώ να προδώσω μια Ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων».
Αμέσως μετά έκανε τον σταυρό του και άρχισε να υπογράφει πρώτος, λέγοντας: «Ο Θεός σώζοι την Ελλάδα». Όλοι υπέγραψαν, επαναλαμβάνοντας τη φράση του. Η ώρα πλησίαζε 06.00. Πάνω στα βουνά, το κανόνι είχε ήδη βροντήξει. Ο πόλεμος είχε αρχίσει.
Σπύρος Παπασπύρος
Σχης ε.α.
Μέλος Δ.Σ. ΠΑΟΔΑΠ