Με δεύτερη επιστολή της η κ. Φωτεινή Πολιτοπούλου απευθύνεται στο Δήμαρχο κ. Γιάννη Σταθόπουλο για το θέμα του πάρκου “Στ. Κώτσης” και την κλειστή πόρτα της οδού Παπαδιαμάντη που αφαιρεί το δικαίωμα πρόσβασης στο πάρκο των πεζών και των ατόμων με κινητικά προβλήματα. Την ανοιχτή επιστολή της, συνοδεύει επιστολή ενός παραπληγικού συνδημότη μας. Τα γραφόμενά τους είναι πολύ σημαντικά και σας προτρέπουμε να τα διαβάσετε με προσοχή.
Ανοιχτή επιστολή προς τον Δήμαρχο κ. Γιάννη Σταθόπουλο.
(Σε συνέχεια της πρώτης μου επιστολής με τίτλο “Ο ΜΙΚΡΟΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΟΔΑΠ” που δημοσιεύτηκε την 1/10/2016.
https://www.facebook.com/groups/megustaagiaparaskevi/permalink/1811067755802458/)
Κύριε Δήμαρχε,
έχει περάσει σχεδόν ένας μήνας από τη δημοσίευση της πρώτης μου επιστολής σχετικά με το πάρκο Σ. Κώτση, η οποία είχε σκοπό να σας ενημερώσει -εκτός των αλλων- για τα προβλήματα που δημιουργεί στους πολίτες, η μόνη πλέον κλειστή πόρτα της Παπαδιαμάντη, ειδικά σε άτομα με ειδικές ανάγκες και ηλικιωμένους με δυσκολία κίνησης, ενώ -το σημαντικότερο- θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των παιδιών που σκαρφαλώνουν και περνούν από πάνω της, επιλέγοντας τον συντομότερο δρόμο προς το γήπεδο και όχι αυτόν που υποδεικνύετε εσείς.
Έναν μήνα μετά, τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Η ετοιμόροπη πόρτα παραμένει κλειδωμένη, τα παιδιά συνεχίζουν να σκαρφαλώνουν από πάνω (είναι θέμα χρόνου να καταρρεύσει με τραγικές συνέπειες) και οι συμπολίτες μας με δυσκολία κίνησης, παραμένουν αποκλεισμένοι από το γήπεδο.
Εκτιμώ ότι οι 27 μέρες που μεσολάβησαν, είναι χρόνος υπεραρκετός, και για να δείτε “προσωπικά το θέμα της άλλης πόρτας” όπως υποσχεθήκατε και για να ξεκλειδώσετε ένα λουκέτο. Συμπεραίνω λοιπόν με μεγάλη μου απογοήτευση, ότι συναινείτε, συμφωνείτε και εγκρίνετε αυτή την κατάσταση.
Έχοντας εξαντλήσει όλα μου τα επιχειρήματα αναλύοντας -πιστεύω- επαρκώς το θέμα, δεν ελπίζω πλέον σε κάποια έμπρακτη εκ μέρους σας απόδειξη ότι κατανοείτε το πρόβλημα. Θα ήθελα λοιπόν, μόνο ένα πράγμα. Να μάθω γιατί. Γιατί δεν ανοίγετε και ΑΥΤΉ την πόρτα ΚΑΤΆ ΤΟ ΉΜΙΣΥ, ώστε να επιτρέπεται η διέλευση των ΠΕΖΏΝ και ΌΧΙ των αυτοκινήτων, όπως συμβαίνει και με ΌΛΕΣ τις υπόλοιπες; Γιατί επιμένετε να κρατάτε κλειστή τη ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΈΝΗ πόρτα;
Εκφράζω αυτή την απορία και εκ μέρους όλων των συμπολιτών μου που ταλαιπωρούνται, πολλοί εκ των οποίων έχουν δηλώσει ότι θα ανοίξουν μόνοι τους την πόρτα και τους οποίους έχω αποτρέψει μέχρι στιγμής, πείθοντας τους να σας δώσουν χρόνο να εξετάσετε το θέμα προσωπικά, όπως υποσχεθήκατε.
Ένας από αυτούς, είναι ο Γιάννης, ο οποίος με παρακάλεσε να συμπεριλάβω στην παρούσα επιστολή μου προς εσάς και τη δική του, την οποία σας παραθέτω καθ’ υπαγόρευσιν.
–
“Δήμαρχε,
είμαι ο Γιάννης και είμαι παραπληγικός τα τελευταία 16 χρόνια, σχεδόν τη μισή μου ζωή. Την προηγούμενη μισή, ήμουν σαν εσένα.
Όρθιος.
Δεν είχα μετρήσει ποτέ πόσα σκαλιά πρέπει να ανέβω για να πάω στο σπίτι του φίλου μου. Πήγαινα στην ταβέρνα που είχε καλό φαγητό, όχι σ’ αυτή που δεν είχε σκαλιά. Δεν είχα προσέξει αν τα πεζοδρόμια είναι στενά, αν έχουν ράμπα, αν κάποιος έξυπνος έχει παρκάρει πάνω της, αν έχουν λακκούβες, δέντρα ή πινακίδες μεσ’ τη μέση. Πήγαινα με τα πόδια όπου ήθελα, χωρίς να λογαριάζω ανηφόρες ή κατηφόρες. Αγόραζα καινούργια παπούτσια γιατί έλιωναν οι σόλες των προηγούμενων.
Τώρα, τα πόδια μου είναι οι ρόδες του αμαξιού μου και τα μπράτσα μου. Δεν έχω παράπονο, θα μπορούσα να είμαι και χειρότερα. Κάποιες φορές όμως, οι ρόδες και τα μπράτσα μου δε φτάνουν. Τότε χρειάζομαι τα μπράτσα των φίλων και των συγγενών μου. Να με σπρώξουν ή να με σηκώσουν. Αυτό μ’ ενοχλεί. Δε μ’ αρέσει να φορτώνομαι στους άλλους και όταν συμβαίνει δεν είναι η καλύτερη μου.
Το γήπεδο, ήταν για μένα ιδανικό στέκι με τους κολλητούς. Πίναμε τις μπυρίτσες μας, αυτοί ρίχνανε σουτάκια κι εγώ έκανα τον ρέφερη. Πήγαινα μόνος μου, χωρίς βοήθεια. Ούτε ανηφόρες, ούτε κατηφόρες, ούτε σκαλιά. Περνούσα μπροστά από το tennis, έστριβα δεξιά στην Παπαδιαμάντη, έμπαινα από την πόρτα που δεν θες ν’ ανοίξεις και μετά, από την διπλή πόρτα του γηπέδου που την έκλεισες κι αυτή.
Τώρα λοιπόν, μου λες να μπω από το σινεμά (πώς θα φτάσω μέχρι εκεί ΔΕ μου λες), να κατέβω τον απότομο κατήφορο, να στρίψω αριστερά και να ανέβω τον τεράστιο ανήφορο και αφού έχεις κλειδώσει και τη διπλή πόρτα του γηπέδου, να πάω δεξιά, στον χωματόδρομο, στην άλλη άκρη του γηπέδου για να μπω από τη μικρή πόρτα που έχεις φτιάξει που χωράει δε χωράει το αμάξι μου και που έχει κι ένα σκαλί.
Ευκολάκι ε;
Κάτσε εσύ στο αμάξι μου Δήμαρχε, να σε δω, κι αν το κάνεις πάω πάσο.
Εγώ, ΔΕ ΘΈΛΩ να μου πεις τον λόγο που με ταλαιπωρείς. ΔΕ ΜΕ ΝΟΙΆΖΕΙ ο λόγος σου. Όποιος κι αν είναι, είναι ασήμαντος για μένα, δε θα τον δεχθώ. Θέλω να ΜΗ ΜΕ ΤΑΛΑΙΠΩΡΕΊΣ. Θέλω να μη με αναγκάζεις κι εμένα να ταλαιπωρώ τους άλλους. Θέλω να χαρώ τις τελευταίες καλές μέρες πριν χειμωνιάσει, στον ήλιο με τους κολλητούς μου. Θέλω πίσω τη ζωή μου. Θέλω πίσω την αξιοπρέπειά μου. Θελω πίσω τη λίγη έστω ανεξαρτησία μου.
Άνοιξε τις πόρτες Δήμαρχε.
Άνοιξε το ένα φύλλο να μην περνάνε τ’ αυτοκίνητα και άφησε τον κόσμο να περνάει. Δεν είναι εύκολο για όλους να κάνουν κύκλους. Άνοιξε τις πόρτες και μετά έλα να σε κεράσω μια μπυρίτσα και να βαρέσεις κι εσύ κανα σουτάκι. Εγώ θα κάνω το ρέφερη είπαμε.”
Γιάννης
Υ.Γ Δε γράφω το επίθετο μου, όχι γιατί είμαι κότα, αλλά για δύο άλλους λόγους.
α) Δε σου μιλάω μόνο ως Γιάννης. Υπάρχουν πολλοί ακόμα “Γιάννηδες” σαν εμένα. Δε μας βλέπεις, γιατί οι συνθήκες μας αναγκάζουν να κλεινόμαστε στα σπίτια μας. Ανύπαρκτες ή κατειλημμένες ράμπες, λακκούβες, κλειδωμένες πόρτες, μη στα λέω, τα ξέρεις.
β)Πολύ σύντομα θα παρανομήσω. Δε θα περιμένω πολύ ακόμα ν’ ανοίξεις τις πόρτες Δήμαρχε. Θα τις ανοίξω μόνος μου. Και ξέρω ότι αυτό είναι παράνομο. Αλλά είναι και δίκαιο. Έχω δικαίωμα και υποχρέωση να διεκδικήσω το δίκιο μου. Και για μένα και όλους τους άλλους σαν εμένα. Ελπίζω μόνο να προλάβω να έχω εγώ αυτή τη χαρά γιατί το θέλουν κι άλλοι.”
–
—–