Ερευνητές του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» κατασκευάζουν μια φορητή συσκευή που θα μπορεί γρήγορα, φτηνά και αποτελεσματικά να ελέγχει αν οι τροφές που κυκλοφορούν στο εμπόριο περιέχουν φυτοφάρμακα, αλλεργιογόνα, τοξίνες και σε τι ποσότητες.
Ενώ η ανησυχία σχετικά με την ποιότητα και την ασφάλεια της τροφής αυξάνεται στην Ευρώπη, μόνο το 1% των τροφίμων που καταλήγουν στο τραπέζι μας ελέγχεται, μιας και μέχρι σήμερα αυτή η διαδικασία είναι χρονοβόρα και ακριβή. Αντίθετα, η χρήση μιας φορητής, οικονομικής και εύκολης στη χρήση συσκευής θα βοηθούσε στην αποτελεσματικότερη παρακολούθηση της ποιότητας των προϊόντων σε όλα τα στάδια της διατροφικής αλυσίδας από την παραγωγή έως και πριν την κατανάλωση.
Πάνω στην κατασκευή μιας τέτοια συσκευής εργάζονται από τον περασμένο Σεπτέμβριο ερευνητές του τομέα Μικροηλεκτρονικής του Ινστιτούτου Προηγμένων Υλικών, Φυσικοχημικών Διεργασιών, Νανοτεχνολογίας και Μικροσυστημάτων και του Ινστιτούτου Πυρηνικών και Ραδιολογικών Επιστημών και Τεχνολογίας, Ενέργειας και Ασφάλειας του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράμματος FOODSNIFFER. Το έργο αυτό, στο οποίο συμμετέχουν ερευνητικοί και βιομηχανικοί φορείς από Ελλάδα, Φινλανδία, Ολλανδία, Γερμανία, Πολωνία και Ισπανία, συντονίζεται από το ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» και σκοπό έχει την κατασκευή μιας συσκευής που μπορεί να ελέγχει τη περιεκτικότητα επιβλαβών ουσιών σε τρόφιμα, να συνδέεται ασύρματα με οποιοδήποτε smartphone και να μεταδίδει άμεσα τα αποτελέσματα του ελέγχου στην αρμόδια κεντρική υπηρεσία.
H πρώτη ουσία που οι ερευνητές κατάφεραν να ανιχνεύσουν με τη χρήση αυτής της συσκευής, είναι η καζεΐνη, η βασική πρωτεΐνη του αγελαδινού γάλακτος, η οποία διαφέρει από αυτήν του κατσικίσιου. Στην περίπτωση ανθρώπων που έχουν δυσανεξία στο αγελαδινό γάλα και απαιτείται να καταναλώνουν γαλακτοκομικά προϊόντα εξ’ ολοκλήρου από κατσικίσιο ή πρόβειο γάλα, η συσκευή αυτή μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο ελέγχου της αυθεντικότητας και επομένως της ασφάλειας των προϊόντων που αγοράζουν. Τα επόμενα βήματα της ερευνητικής ομάδας αφορούν την ανίχνευση άλλων αλλεργιογόνων ουσιών, όπως πρωτεΐνες που βρίσκονται στη σόγια και στα φιστίκια, γλουτένη, καθώς και μυκοτοξινών (ωχρατοξίνη Α, αφλατοξίνες, κ.α.) που βρίσκονται σε τρόφιμα και έχουν ισχυρή καρκινογόνο και τερατογόνο δράση.
Σχετικό link:
Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του προγράμματος FOODSNIFFER www.foodsniffer.eu ή επικοινωνήστε με τον Ιωάννη Ράπτη:
τηλ. 210-6503265, 210-6503223, E-mail: raptis@imel.demokritos.gr